- γαιονόμος
- γαιο-νόμος, ον,A dwelling in the land: inhabitant, A.Supp.54(anap.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
γαιονόμος — γαιονόμος, ον (Α) εκείνος που διαμένει σε μια χώρα, ο κάτοικος … Dictionary of Greek
γαιονόμοις — γαιονόμος dwelling in the land masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαία — Αρχέγονη ελληνική θεότητα, η οποία στη Θεογονία του Ησιόδου εμφανίζεται στην αρχική δημιουργία του κόσμου, αμέσως μετά το Χάος. Η Γ. γέννησε μόνη της τον Ουρανό, τον Πόντο και τα Όρη και ύστερα, με σύζυγο τον Ουρανό, τους Τιτάνες, τους Κύκλωπες… … Dictionary of Greek